κατασκηνώνω — κατασκηνώνω, κατασκήνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασκηνώνω — (AM κατασκηνῶ, όω και, άω, Μ και κατασκηνέω) 1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω μσν. αρχ. αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
κατασκηνώ — (I) κατασκηνῶ, άω (AM) βλ. κατασκηνώνω. (II) κατασκηνῶ, έω (Μ) βλ. κατασκηνώνω. (III) κατασκηνῶ, όω (AM) βλ. κατασκηνώνω … Dictionary of Greek
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek
υποσκηνώ — όω, Α κατασκηνώνω κάτω από κάτι, βρίσκω καταφύγιο κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω»] … Dictionary of Greek
αποσκηνώ — (I) ἀποσκηνῶ ( έω) (Α) [απο * + σκηνέω < σκηνή] κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω χωριστά. (II) ἀποσκηνῶ ( όω) (Α), σκηνώνω (Μ) [απο * + σκηνόω < σκηνή] μσν. εγκαθιστώ κάποιον κάπου αρχ. 1. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον 2. μεταφέρω τη σκηνή μου,… … Dictionary of Greek
ενσκηνώ — ἐνσκηνῶ, όω (AM) [σκηνώ] κατασκηνώνω σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
επισκηνώ — ἐπισκηνῶ, όω (Α) [επίσκηνος] 1. μένω σε σκηνή, κατασκηνώνω 2. (για τη χάρη τού θεού) εισέρχομαι* και παραμένω στην ψυχή κάποιου («ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ) … Dictionary of Greek
κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει … Dictionary of Greek
μετασκηνώ — μετασκηνῶ, όω (Α) μεταφέρω τη σκηνή ή την κατοικία μου σε άλλο τόπο ή μεταβαίνω σε άλλη σκηνή ή κατοικία, μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek